20/7/09

Διαδίκτυο και δικηγορική δεοντολογία




Η σύγχρονη ελληνική σκέψη παρουσιάζεται τις περισσότερες φορές μονόπλευρη στην προσέγγιση θεμάτων. Ένα από αυτά είναι η περίπτωση των «τηλεδικηγόρων», δηλαδή ορισμένων δικηγόρων, οι οποίοι, όπως έχει ο καθένας διαπιστώσει, επιδιώκουν με κάθε τρόπο την προσωπική τους προβολή και διαφήμιση στην τηλεόραση, το ραδιόφωνο και τις εφημερίδες. Λίγοι βέβαια θα έχουν αναρωτηθεί ποιά είναι η σχέση του δικηγόρου με το διαδίκτυο και τί συμβαίνει με το θέμα της περιβόητης αυτοπροβολής σε ένα μέσο επικοινωνίας εξαιρετικά δημοφιλές και ελκυστικό.
Προτού περιγράψουμε και σχολιάσουμε τη σχέση του δικηγόρου με το διαδίκτυο, είναι απαραίτητη η αναφορά στο σχετικό θεσμικό πλαίσιο, προκειμένου να αντιληφθούμε τί ισχύει και τί δεν εφαρμόζεται. Ο Κώδικας Ελλήνων Δικηγόρων (Τμήμα Α’, Κεφ. Α’, άρθρο 8) τονίζει τα εξής : «Απαγορεύεται η διαφήμιση του δικηγόρου στις εφημερίδες ή σε άλλα μέσα μαζικής ενημέρωσης με οποιονδήποτε τρόπο, έμμεσο ή άμεσο, ή με επιστολές και κάθε είδους έντυπα. Στα επισκεπτήρια και τα επιστολόχαρτα επιτρέπεται μόνο η αναγραφή του ονόματός του, της διευθύνσεως του και του δικαστηρίου όπου ασκεί το λειτούργημά του, καθώς και του επιστημονικού του τίτλου (αν έχει). Ανάρτηση πινακίδας με το όνομά του και την ιδιότητά του, επιτρέπεται μόνο στην είσοδο του κτιρίου και στη θύρα του Γραφείου του». Ο Κώδικας Δεοντολογίας, στο άρθρο 9, επαναλαμβάνει αυτούσια την παραπάνω υποχρέωση του δικηγόρου. Επειδή, ωστόσο, παρατηρείται αυξημένη κινητικότητα δικηγόρων στο χώρο του διαδικτύου, το διοικητικό συμβούλιο του ΔΣΑ κατά τη συνεδρίαση της 14ης Μαΐου 2009 αποφάσισε να προσθέσει στο άρθρο 9 του Κώδικα Δεοντολογίας δεύτερη παράγραφο, σύμφωνα με την οποία «ο δικηγόρος δικαιούται να παρέχει τις ανωτέρω πληροφορίες στο κοινό, με δημιουργία ιστοσελίδας στο διαδίκτυο και καταχώρηση σε καταλόγους δικηγόρων και σε νομικά έντυπα, με την προϋπόθεση ότι η πληροφόρηση είναι ακριβής και όχι παραπλανητική και σέβεται τις θεμελιώδεις αρχές του επαγγέλματος. […] Εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση της ανωτέρω απόφασης, οι δικηγόροι που τυχόν διατηρούν ιστοσελίδα υποχρεούνται να διαμορφώσουν αντίστοιχα το περιεχόμενό της».
Ο δικηγόρος έχει κάθε δικαίωμα να προβληθεί και να διαφημιστεί, εφόσον, όμως, τηρεί απαρέγκλιτα και σέβεται τον Κώδικα Δικηγόρων, καθώς και τον Κώδικα Δεοντολογίας, κείμενα που προσδιορίζουν τις προϋποθέσεις διαφήμισης του δικηγορικού λειτουργήματος. Η δημοσιοποίηση των επαγγελματικών στοιχείων του δικηγόρου προϋποθέτει τη συμμόρφωση του τελευταίου με τις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν το επάγγελμά του. Οι αρχές αυτές δεν είναι μόνο δικονομικού περιεχομένου (απόρρητο, υποχρέωση πίστης στον εντολέα, … ). Είναι περισσότερο ηθικές και αντικατοπτρίζουν την ίδια την κοινωνία. Η ειλικρίνεια, η διακριτικότητα, η αξιοπρέπεια, ο σεβασμός προς τον συνάδελφο και τον αναγνώστη, η ανιδιοτέλεια και η εντιμότητα, πρέπει να αποτελούν τα κριτήρια δραστηριοποίησης κάθε δικηγόρου στο χώρο του διαδικτύου. Ο Κώδικας δικηγορικής Δεοντολογίας είναι ξεκάθαρος. Προβλέπει συγκεκριμένες περιπτώσεις διαφήμισης και αρνείται κάθε συμπεριφορά που αποσκοπεί στην αναζήτηση πελατών. Η αυτοπροβολή του δικηγόρου πρέπει να είναι καθαρά ενημερωτική και όχι εμπορική. Το διαδίκτυο μπορεί να αποτελέσει ένα μέσο επέκτασης της ταυτότητας του δικηγόρου. Αυτή, ωστόσο, η επέκταση πρέπει να είναι αμιγώς πληροφοριακή.
Ο Κώδικας Δεοντολογίας κάνει λόγο στο άρθρο 9 παρ. 2 για παραπλανητική πληροφόρηση ως προς την καταχώρηση προσωπικών-επαγγελματικών δεδομένων και στοιχείων. Τι γίνεται, όμως, στην περίπτωση, κατά την οποία κάποιος «ανώνυμος» δικηγόρος δημιουργεί ιστοσελίδα ή ιστολόγιο κοινωνικού και νομικού προβληματισμού, και πλαγίως παραπέμπει σε ηλεκτρονικές διευθύνσεις επαγγελματικών χώρων? Τι γίνεται, όταν δικηγόρος χρησιμοποιεί ως επικάλυμμα την «ικανότητα» σχολιασμού της νομικής πραγματικότητας, προκειμένου να διαφημίσει έμμεσα την παροχή επαγγελματικών υπηρεσιών? Ως απάντηση, ορισμένοι επικαλούνται συνταγματικά δικαιώματα και, συγκεκριμένα, την ελευθερία έκφρασης και το δικαίωμα συμμετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας. Είναι δικαιώματα απολύτως σεβαστά. Όταν, όμως, η επίκληση αυτών των δικαιωμάτων γίνεται για να δικαιολογηθούν αναξιοπρεπείς ενέργειες, τότε δεν αλλοιώνεται η πραγματική αξία της ελευθερίας έκφρασης? Επικαλούμαστε τα δικαιώματα, όταν υπάρχει πραγματική κοινωνική ανάγκη ενόψει αυθαιρεσίας και απολυταρχισμού, και όχι κατά τρόπο ωφελιμιστικό και συγκυριακό.
Ο αυτοεκθειασμός δικηγόρου και η έμμεση ή άμεση συγκριτική αναφορά με κριτήρια το βιογραφικό ή τις εντυπωσιακά «διευρυμένες» ενασχολήσεις του είναι, εκτός από ανούσια, και γραφικά. Η συνειδητή μετατροπή μιας φαινομενικά ειλικρινούς διαδικτυακής επικοινωνίας σε επικοινωνία προώθησης δικηγορικών υπηρεσιών συνιστά παραπλάνηση των αναγνωστών και ενέργεια ασυμβίβαστη με την αξιοπρέπεια του λειτουργήματος. Ο Κώδικας Δεοντολογίας είναι ρητός. Απαγορεύεται η κάθε είδους διαφήμιση, πόσο μάλλον η παραπλανητική. Η εξαπάτηση του αναγνωστικού κοινού, η υποκριτική επίκληση δικαιωμάτων, η προσποιούμενη προσφορά προς το κοινωνικό σύνολο, η έμμεση σύνδεση της καταγραφής και του σχολιασμού νομικών γεγονότων με την παροχή υπηρεσιών, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τη δεοντολογία. Η ανωνυμία των δημιουργών ιστοσελίδας που καταπιάνεται με την επικαιρότητα είναι απόλυτα θεμιτή. Η ανωνυμία ή μη δικηγόρου που επιθυμεί να εκφράσει δημοσίως τους προβληματισμούς του είναι εξίσου θεμιτή. Όταν, όμως, η ανωνυμία συνοδεύεται από έμμεση και εντέχνως καλυμμένη παροχή επαγγελματικών υπηρεσιών ή παραπομπή σε links δικηγορικών γραφείων του ιδίου ή συναδέλφων του, τότε ο «ανώνυμος» δικηγόρος παραπλανά συνειδητά τους αναγνώστες του και υποτιμά τη νοημοσύνη τους. Προς τί ο σκοπός της ανωνυμίας, όταν ο δικηγόρος αυτοπροβάλλεται μέσω της ιστοσελίδας του (πχ. συγγραφικό έργο, σχολιασμός υποθέσεων στις οποίες συμμετείχε ενεργά, βίντεο από συμμετοχές σε συνέδρια, ραδιοφωνικές συνεντεύξεις, … )?
Για να γίνουν ακόμη πιο αντιληπτά ορισμένα στοιχεία, όπως το πώς χρησιμοποιούν το διαδίκτυο για την προβολή τους ορισμένοι Έλληνες δικηγόροι και ποιά είναι η σχετική νοοτροπία στο εξωτερικό, θα αναφερθούμε πολύ σύντομα σε μία γαλλική δικαστική απόφαση. Η υπόθεση, με την οποία ασχολήθηκε το Εφετείο της Τουλούζης το 2001 (CA de Toulouse, 15 Φεβρουαρίου 2001, υπ’αριθμ. 104), είναι άκρως εντυπωσιακή. Επρόκειτο για δικηγορικές εταιρίες, οι οποίες είχαν δημιουργήσει ιστοσελίδες υπό την ηλεκτρονική διεύθυνση «avocat-toulouse.com» [ενικός] ή «avocats-toulouse.com» [πληθυντικός] (σαν να λέμε πχ. «dikigoros-athens.com» ή «lawyer.com»). Οι παραπάνω διευθύνσεις είχαν μάλιστα καταχωρηθεί και ως διαδικτυακά ονόματα (domain names). Το Εφετείο κατέληξε στην εξής τοποθέτηση : «Αν και είναι αλήθεια ότι ο χρήστης του διαδικτύου, καταφεύγοντας στην ιστοσελίδα "avocats-toulouse.com", δεν μπορεί να έχει πρόσβαση στην ιστοσελίδα του σχετικού δικηγορικού γραφείoυ, αν και είναι επίσης αλήθεια ότι, καταφεύγοντας στην ιστοσελίδα " avocat-toulouse.com", ο χρήστης δεν μπορεί να έχει πρόσβαση στην ιστοσελίδα του Δικηγορικού Συλλόγου της Τουλούζης, αυτό που μένει είναι ότι η ιστοσελίδα "avocats-toulouse.com" δεν είναι σύμφωνη με τον εσωτερικό κανονισμό του Δικηγορικού Συλλόγου της Τουλούζης. Εξάλλου, δύσκολα μπορεί να γίνει κατανοητό ότι η επαγγελματική ιστοσελίδα ενός δικηγόρου δεν περιέχει ευθύς εξαρχής το όνομά του ή τη δικηγορική του ταυτότητα. Κανένας λειτουργός, που συμβάλλει στην απονομή της δικαιοσύνης, δεν έχει το δικαίωμα να ιδιοποιείται, ακόμη και έμμεσα, τον γενικό όρο που χαρακτηρίζει το επάγγελμά του στο πλαίσιο μιας διαδικτυακής ιστοσελίδας και να δίνει την εντύπωση σε τρίτους μη ενημερωμένους ότι εκπροσωπεί το σύνολο του επαγγέλματός του». Δεν είναι απαραίτητο να γίνει σχολιασμός. Αναλύοντας φαινόμενα εξαπάτησης και παραπλάνησης, το συγκεκριμένο εδάφιο περιγράφει επακριβώς τη στάση που υιοθετούν ορισμένοι Έλληνες δικηγόροι στον χώρο του διαδικτύου.
Οι κυριότερες αιτίες αυτών των κρουσμάτων είναι δύο. Πρώτον, η αναζήτηση πελατών. Ο Κώδικας Ελλήνων Δικηγόρων (άρθρο 9α) απαγορεύει αυτή την περίπτωση, όταν γίνεται με ενέργειες ασυμβίβαστες προς την αξιοπρέπεια του λειτουργήματος. Η ανωνυμία είναι σεβαστή και σχετίζεται με το συνταγματικό δικαίωμα του καθενός να δημοσιοποιεί ή όχι τα προσωπικά του δεδομένα, καθώς και με την αρχή της ιδιωτικότητας. Η ανωνυμία, όμως, πρέπει να είναι ειλικρινής και ανιδιοτελής στην ειδική περίπτωση λειτουργού που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην απονομή της δικαιοσύνης. Είναι αναξιοπρεπές η υποτιθέμενη ανωνυμία να παίζει το ρόλο προσωπείου για να αποκρύπτονται τα πραγματικά κίνητρα του δημιουργού ιστοσελίδας. Η δεύτερη αιτία έγκειται στην ίδια τη φύση του Κώδικα Δεοντολογίας. Ο τελευταίος δεν είναι νόμος. Αποτελεί απλή απόφαση διοικητικού συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου, η οποία συνεχώς παραβιάζεται. Γι αυτό και χρειάζεται επειγόντως αναβάθμιση, ποιοτική ναι νομοθετική.

Ανεξάρτητα από τη νομική του πλευρά, το ζήτημα είναι και ηθικό, γιατί αντικατοπτρίζει εν μέρει την εικόνα της κοινωνίας μας. Η αναξιοπρέπεια, η κουτοπόνηρη νοοτροπία ορισμένων και η υποκριτική τους στάση προκαλούν παράλληλα γέλιο και οργή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Free Hit Counter